- σεληνοκυανικός
- -ή, -ό, Νφρ. «σεληνοκυανικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση που προκύπτει από το κυανικό οξύ με αντικατάσταση στο μόριό του τού ατόμου τού οξυγόνου από άτομο σεληνίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenocyanic (acid) < selenium (βλ. λ. σελήνιο) + κυανικός].
Dictionary of Greek. 2013.